- μάγγανο(ν)
- τό1) каландр, каток, лощильный пресс; 2) ворот, лебёдка; 3) колодец с воротом; 4) пяльцы; 5) мотовило; 6) см. μαγγανοπήγαδο 1
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
αμαγγάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος 2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο) 3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μαγγανίζω — και μαγκανίζω [μάγγανο] 1. βάζω ή σφίγγω κάτι στο μάγγανο, περνώ κάτι από το μάγγανο 2. συνθλίβω, συμπιέζω, συσφίγγω, μαγγώνω 3. μτφ. στενοχωρώ, βασανίζω … Dictionary of Greek
μάγγανος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 61 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, 46 χλμ. ΒΑ του Αργοστολίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερίσου του νομού Κεφαλληνίας. * * * ο βλ. μάγγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάγγανο,… … Dictionary of Greek
μαγγανοπήγαδο — το 1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο 2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση τής δύναμης ανθρώπου ή ζώου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
προστρεβλώ — όω, Α (μόνο το παθ.) προστρεβλοῡμαι, όομαι βασανίζομαι με στρεβλή, με μάγγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρεβλῶ «συστρέφω το μάγγανο και εξαρθρώνω, βασανίζω»] … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
μάγκανο — το βλ. μάγγανο … Dictionary of Greek
μαγγάνη — η (Μ μαγγάνη) νεοελλ. βλ. μάγγανο μσν. μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάγγανον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μαγγάνι — το βλ. μάγγανο … Dictionary of Greek
μαγγάνισμα — το [μαγγανίζω] 1. πίεση, σύνθλιψη, σφίξιμο με μάγγανο 2. τεχνολ. μέθοδος συμπίεσης ή λείανσης τής επιφάνειας υφασμάτων, κυρίως, με τη χρήση μαγγάνου … Dictionary of Greek